Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Η μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ)

Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 338 π.Χ. μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων του Κοινού των Βοιωτών, ηγέτιδα του οποίου ήταν η Θήβα, της Αθήνας, της Κορίνθου και άλλων ελληνικών πόλεων. Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β’, μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο.


Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα. Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών, ιδιαίτερα της οπλιτικής φάλαγγας.


Ιστορικό


Από την αρχή της ηγεμονικής του εξουσίας στη Μακεδονία, ο Φίλιππος έκανε σαφές ότι οι επεκτατικές του βλέψεις είχαν ως κύριο στόχο τη Θράκη. Οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές, και ιδιαίτερα τα ορυχεία χρυσού του Παγγαίου, μπορούσαν να δώσουν μεγάλη ώθηση στην οικονομία της Μακεδονίας και να τον βοηθήσουν να ισχυροποιήσει την κρατική εξουσία μέσω ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, του οποίου οι οπλίτες θα είχαν σχεδόν επαγγελματική ενασχόληση με τον πόλεμο. Επιπλέον, η πρόσβαση στο Βόσπορο ήταν μια ακόμη επιθυμητή προοπτική, καθώς το θαλάσσιο εμπόριο με τις πλούσιες αποικίες της Μαύρης Θάλασσας άκμαζε εκείνη την περίοδο.


Επιπλέον είχε ήδη επιτύχει να διευρύνει σημαντικότατα τη σφαίρα επιρροής του στο χώρο των νότιων Βαλκανίων. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του κατάφερε να τιθασεύσει τους σκληροτράχηλους λαούς που συνόρευαν με τη Μακεδονία. Στον ελλαδικό χώρο πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπό του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων. Επίσης, είχε προσεταιριστεί την άρχουσα τάξη της Θεσσαλίας, ενώ με το πέρας του Γ’ Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) εξασφάλισε τη συμμετοχή της Μακεδονίας στο Αμφικτυονικό Συνέδριο των Δελφών.


Παρόλα αυτά όμως, η άλλοτε κραταιά δύναμη Αθήνα εξακολουθούσε να αψηφά την ολοένα αυξανόμενη ισχύ της Μακεδονίας και έθετε εμπόδια για περαιτέρω επέκτασή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνδρομή σε πλοία που παρείχε η Αθήνα στο Βυζάντιο τον καιρό που πολιορκούταν στενά από τις δυνάμεις του Φιλίππου (340 π.Χ.). Δύο χρόνια αργότερα, ο ισχυρός άνδρας της Μακεδονίας αποφάσισε να βάλει τέλος στην αμφισβήτηση που υφίστατο από τους Αθηναίους.


Ο μακεδονικός στρατός συγκεντρώθηκε και το φθινόπωρο του 339 π.Χ. κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσα πόλη Ελάτεια της Φωκίδας (στο νομό Φθιώτιδας σήμερα). Τα νέα «Ελάτεια κατείληπται» διαδόθηκαν τάχιστα στην πόλη της Αθήνας και αίσθημα πανικού κυρίεψε το δήμο. Η σωφροσύνη και η ψυχραιμία δεν άργησαν να πρυτανεύσουν στην κοινή γνώμη και οι πολίτες της Αθήνας, έχοντας επίγνωση του ένδοξου παρελθόντος τους, έστειλαν πρέσβη στη Θήβα τον χαρισματικό ρήτορα Δημοσθένη με αίτημα να αντιμετωπίσουν μαζί τη μακεδονική εισβολή. Οι Βοιωτοί, παρόλο που είχαν συνάψει σύμφωνο συμμαχίας με το Φίλιππο, δεν άργησαν να μεταστρέψουν τη στάση τους. Ο Φίλιππος αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να τους μεταπείσει, αποστέλλοντας τον ονομαστό πρέσβη Πύθωνα τον Βυζάντιο. Η Αθήνα και το Κοινό των Βοιωτών συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα πολεμικές προπαρασκευές. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν άργησαν να παραταχθούν στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, όπου έλαβε χώρα η συμπλοκή.


Η μάχη


2


Όταν ο μακεδονικός στρατός έφτασε στη Χαιρώνεια τον Αύγουστο του 338 π.Χ. βρήκε τους αντιπάλους παρατεταγμένους ως εξής: Το αριστερό κέρας κατελάμβαναν οι Αθηναίοι. Στο κέντρο βρίσκονταν συμμαχικές δυνάμεις αποτελούμενες από Αχαιούς, Κορινθίους, Φωκείς, Ευβοείς και Μεγαρείς, καθώς και από μισθοφόρους των Αθηναίων. Το δεξιό κέρας αποτελούντων από τους Βοιωτούς υπό την ηγεσία του Θεαγένη. Στα άκρα δεξιά, στις όχθες του Κηφισού, είχε παραταχθεί το άνθος των Θηβαίων, ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 300 ειδικά εκπαιδευμένους νέους. Μια σύγχρονη εκτίμηση των δυνάμεων είναι περί τους 35.000 οπλίτες και 2.000 ιππείς από τη μεριά των συμμάχων και 30.000 Μακεδόνες φαλαγγίτες με 2.000 Μακεδόνες ιππείς.


Ο Φίλιππος παρέταξε τα στρατεύματά του ως εξής: Απέναντι από τους Αθηναίους τοποθέτησε το τμήμα των επιλέκτων φαλαγγιτών, των υπασπιστών, του οποίου είχε ο ίδιος την ηγεσία. Απέναντι στους Θηβαίους τοποθετήθηκαν τμήματα πεζεταίρων καθώς και το βαρύ ιππικό με επικεφαλής τον δεκαοκτάχρονο τότε γιο και διάδοχο του μακεδονικού θρόνου, τον Αλέξανδρο. Τέλος μακεδονικές φάλαγγες παρατάχθηκαν στο κέντρο απέναντι από τους ετερογενείς συμμάχους.


Η αθηναϊκή παράταξη αντιμετώπιζε πρόβλημα ηγεσίας, καθώς ο εμπειροπόλεμος Χάρης είχε τοποθετηθεί επικεφαλής των μισθοφόρων, ενώ σε νευραλγική θέση, επικεφαλής των Αθηναίων οπλιτών βρισκόταν κάποιος Στρατοκλής, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος προφανώς δεν διέθετε τη στρατιωτική ικανότητα που απαιτούσε η περίσταση. Στη μάχη ο Φίλιππος εκμεταλλεύθηκε τα διδάγματα που ο είχε ο ίδιος λάβει ως νεαρός, όταν ζούσε στη Θήβα και πολεμούσε στο πλευρό του Επαμεινώνδα. Ο ίδιος με τους υπασπιστές του κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον των Αθηναίων, αλλά σύντομα άρχισε να υποχωρεί, προκαλώντας τους Αθηναίους να τον καταδιώξουν. Ο Στρατοκλής δεν κατάλαβε το τέχνασμα. Παρακινούσε μάλιστα, σύμφωνα με μια μαρτυρία, τους στρατιώτες του να ακολουθήσουν το στράτευμα του Φιλίππου ώσπου να φτάσουν στη Μακεδονία.


Οι σύμμαχοι ακολούθησαν τις κινήσεις των Αθηναίων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ρήγμα με το δεξί κέρας και η Θηβαϊκή φάλαγγα έμεινε απροστάτευτη. Στο ρήγμα αυτό εισχώρησε ορμητικά το ιππικό του Αλέξανδρου, ωθώντας τους Θηβαίους προς τον Κηφισό. Τα συμμαχικά στρατεύματα του κέντρου που κινούνταν ΒΔ μαζί με τους Αθηναίους, βλέποντας αυτή την εξέλιξη έχασαν τον έλεγχο και άρχισαν να υποχωρούν με νότια κατεύθυνση. Τη στιγμή εκείνη ο Φίλιππος διέταξε αντεπίθεση, και οι υπασπιστές του κατόρθωσαν να αποκλείσουν το αθηναϊκό στράτευμα στο φαράγγι που σχημάτιζε στις υπώρειες του Θούριου ο παραπόταμος του Κηφισού, Αίμων.


Το όνομα του ποταμού θεωρείται ότι προέρχεται από το αίμα που κύλησε τότε από τους Αθηναίους, που έχασαν τουλάχιστον 1.000 άνδρες και άφησαν πίσω 2.000 αιχμαλώτους. Από το υπόλοιπο στράτευμα κάποια τμήματα του κέντρου και του δεξιού κέρατος κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τη Λεβαδεία, ενώ ο Ιερός Λόχος παρέμεινε στη θέση του, πέφτοντας μέχρις ενός.


Παραλειπόμενα της μάχης


Μετά την καταφανή του νίκη, ο Φίλιππος δεν συνέχισε την καταδίωξη των αντιπάλων. Συγκέντρωσε τους Μακεδόνες νεκρούς και, αφού έκαψε τα πτώματα στην πυρά, μαζί με τον οπλισμό τους, έθαψε τα οστά και τα υπολείμματα σε πολυάνδριο, δηλαδή ομαδικό τάφο, στις όχθες του Κηφισού. Αρχικά δεν ήθελε να δώσει άδεια να ταφούν οι νεκροί των Βοιωτών. Τελικά όμως ενέδωσε. Οι Θηβαίοι έθαψαν τους νεκρούς τους δικούς τους και των συμμάχων τους σε άλλο πολυάνδριο, κοντά στον οικισμό, και έστησαν επάνω του έναν τεράστιο μαρμάρινο λέοντα, το γνωστό και σήμερα Λέοντα της Χαιρώνειας.


Ο Αλέξανδρος έλαβε μέρος επίσης στη μάχη της Χαιρώνειας, Λένε μάλιστα πως πρώτος διέσπασε τις γραμμές του ιερού λόχου των Θηβαίων. Τότε για πρώτη φορά, ο Αλέξανδρος συνόδευσε τον πατέρα του στη Χαιρώνεια και από τότε και στο εξής συμμετέχει κι αυτός ενεργά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι σύμμαχοι είχαν στρατοπεδεύσει σ’ έναν ναό κοντά στον Κηφισό ποταμό και κάποια μεγάλη βελανιδιά κοντά στη μια του όχθη, αργότερα έλεγαν ότι ήταν η σκηνή του Αλεξάνδρου. Ακόμα και στις μέρες μας, (λέει ο Πλούταρχος) δείχνουν κοντά στον Κηφισό μια βελανιδιά που την ονομάζουν ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Κάτω από εκείνο το δέντρο τότε είχε τη σκηνή του ο Αλέξανδρος. Εκεί κοντά βρίσκεται και το «ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟ» (ο κοινός τάφος) των Μακεδόνων.


ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΕΣ


«Ιερές σκιές των νεκρών, για τη σκληρή και αποτρόπαιη μοίρα σας δεν είμαι αίτιος εγώ, αλλά ο καταραμένος ΔΙΧΑΣΜΟΣ, που ώθησε αδελφικά έθνη και ομόφυλους λαούς να σηκώσουν φονικό χέρι, ο ένας εναντίον του άλλου. Όχι μόνον δεν χαίρομαι για τη νίκη εναντίον σας τώρα, αλλά αντίθετα λυπάμαι που δεν ευτύχησα να σας έχω ζωντανούς και συσπειρωμένους γύρω μου, αφού μάλιστα μας συνδέει


Η ΙΔΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, Η ΙΔΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΟΘΟΙ.


Επαινώ την ανδρεία σας, αλλά θα ήθελα να σας φανώ χρήσιμος σε άλλη περίσταση.


Ννα χαίρεστε λοιπόν στις κατοικίες του Άδη!


Χαίρετε γενναίοι πολεμιστές.


Στρατιωτικές δυνάμεις


Α. Ιππικό


3


Το μακεδονικό ιππικό αποτελούνταν από δύο τμήματα: αυτό των Εταίρων, που απαρτιζόταν από ευγενείς μακεδόνες, και αυτό των Θεσσαλών. Το ιππικό των «Εταίρων» (=συντρόφων) ήταν χωρισμένο σε 8 ίλες. Κάθε ίλη είχε 200 ιππείς, εκτός από αυτήν του βασιλιά που είχε 300 ιππείς. Οι ιππείς φορούσαν μεταλλική εξάρτυση (θώρακα, περικνημίδες, κράνος) και κρατούσαν μια λόγχη μήκους 3 μέτρων, το «ξυστόν».


Οι Θεσσαλοί ιππείς έφεραν κοντύτερη λόγχη και είχαν χαλαρότερο σχηματισμό. Οι πολεμικές ίλες του ιππικού περιβάλλονταν από ελαφρύτερο ιππικό, τους «Προδρόμους», που έφεραν ίσως ασπίδες και βοηθητικό υλικό για αναγνωριστικές εφόδους. Σε περίπτωση ανάγκης κατά την επίθεση όμως έπαιρναν και αυτοί μακριές λόγχες.


Β.Πεζικό


4


Οι «πεζέταιροι» (=πεζοί σύντροφοι) του μακεδονικού στρατού προέρχονταν τόσο από την ίδια τη Μακεδονία όσο και από τις προσαρτημένες επαρχίες της. Κάθε επαρχία όφειλε να δίνει μία τάξη πεζεταίρων, αποτελούμενη από περίπου 1500 άνδρες (ο αριθμός προφανώς δεν παρέμενε σταθερός). Θεωρείται ότι τα σώματα των πεζεταίρων προσάρμοζαν τον οπλισμό και την εξάρτυσή τους ανάλογα με την εκάστοτε πολεμική τακτική. Έτσι, άλλοτε κρατούσαν ακόντια, άλλοτε κοντά δόρατα και άλλοτε τη γνωστή σάρισσα.


Η μακεδονική φάλαγγα είχε την καταγωγή της στην οπλιτική φάλαγγα την οποία ο Φίλιππος Β΄ είχε την ευκαιρία να μελετήσει όταν ζούσε αιχμάλωτος στη Θήβα υπό τον Επαμεινώνδα. Οι φαλαγγίτες ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, που ασκούνταν καθημερινά, και γι’ αυτό υπερτερούσαν έναντι των πολιτών-οπλιτών. Κάθε φάλαγγα αποτελούνταν από 16 επί 16 σειρές στρατιωτών. Στην αρχή και το μέσον κάθε στήλης υπήρχε ένας αρχηγός.


Ο βασικός οπλισμός των στρατιωτών της φάλαγγας ήταν η σάρισσα, ένα δόρυ μήκους 6 περίπου μέτρων, το οποίο θεωρείται ότι κρατούσαν με τα δύο χέρια κατά την πορεία. Στη βάση κάθε σάρισσας υπήρχαν ένας ή δύο σαυρωτήρες, δηλαδή αιχμηρά στηρίγματα για να ακουμπούν με ασφάλεια τη σάρισσα στο έδαφος όταν σταματούσαν. Κατά την επίθεση οι πέντε πρώτες σειρές στρατιωτών κρατούσαν τις σάρισσες προτεταμένες προς τον εχθρό, σχηματίζοντας έτσι ένα δάσος από αιχμές δοράτων.


Όπως προκύπτει από τις περιγραφές αλλά και τα αρχαιολογικά δεδομένα, φαίνεται πως μόνον οι πρώτες σειρές ( ή η πρώτη σειρά) φορούσε θώρακα μεταλλικό. Οι υπόλοιποι στρατιώτες της φάλαγγας φορούσαν θώρακα από δέρμα ή πυκνά υφασμένο λινό (όπως αυτός που εικονίζεται στη λεγόμενη «σαρκοφάγο του Αλέξανδρου»). Η εξάρτυσή τους συμπληρωνόταν με περικνημίδες και μεταλλικά κράνη, ενώ το αν κρατούσαν ασπίδες και τι είδους είναι υπό συζήτηση. Πιθανόν έφεραν μικρές σχετικά ασπίδες που κρέμονταν από τον ώμο τους, όπως και τα κοντά και κάπως γυριστά στο άκρο σπαθιά τους.


Οι επίλεκτοι ανάμεσα στους πεζέταιρους αποτελούσαν το σώμα των υπασπιστών (που αργότερα ονομάζονταν και αργυράσπιδες), οι οποίοι αριθμούσαν 3.000 χωρισμένοι σε σώματα των 1000. Όπως φανερώνει το όνομά τους το διακριτικό τους ήταν οι στρογγυλές μεγάλες ασπίδες που έφεραν. Σε διάταξη μάχης τοποθετούνταν στα δεξιά του πεζικού, σε θέση τιμητική και επικίνδυνη, προκειμένου να εξοστρακίζουν τα εχθρικά βέλη. Επίσης χρησιμοποιούνταν σε ειδικές αποστολές.


Γ. Ιερός λόχος


5


Οι ιερολοχίτες, καθώς αποτελούσαν την αιχμή του θηβαϊκού δόρατος, θα περίμενε κάποιος να έχουν άρτιο εξοπλισμό. Tηv εποχή αυτή, στους στρατούς «εκ πολιτών» θεωρούνταν ως δεδομένο ότι κάθε πολίτης θα έφερνε στη μάχη το δικό του οπλισμό Στην πραγματικότητα, στις δημοκρατικές πόλεις, το είδος του οπλισμού που μπορούσε να προμηθευτεί ένας πολίτης, καθόριζε και τη θέση του στην κοινωνία. Οι οπλίτες ήταν κατά βάση η μέση τάξη, οι μικροκαλλιεργητές και οι επαγγελματίες, που είχαν τα οικονομικά μέσα για να προμηθευτούν και να συντηρήσουν την ακριβή οπλιτική πανοπλία. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε αρχικά, αφού αργότερα οι κοινωνικές διαιρέσεις παγιοποιήθηκαν.


Οι Θηβαίοι, όπως και οι άλλοι Έλληνες, εξοπλίζονταν με μία πανσπερμία όπλων και απαρτίων πανοπλίας, εξαρτώμενα πάντα από την οικονομική δυνατότητα του φέροντος και την πηyή απ’ όπου τα προμηθεύτηκε. Οι ιερολοχίτες δεν χρειαζόταν πιθανόν να προμηθεύονται μόνοι τους τα όπλα τους είτε η θηβαϊκή πολιτεία φρόντιζε για την προμήθειά τους η τους έδινε επαρκείς πόρους για να αγοράσουν τα κατάλληλα είδη


Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, οι ιερολοχίτες ως προς τον εξοπλισμό λίγο διέφεραν από τους υπόλοιπους Θηβαίους οπλίτες. Την εποχή για την οποία μιλάμε, δεν είναι ξεκάθαρο αν συνεχιζόταν η “υποχώρηση του θώρακα” (δηλαδή, η σταδιακή εγκατάλειψη του θώρακα ως απαραίτητου εξαρτήματος της οπλιτικής πανοπλίας), που είχε ξεκινήσει στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού πολέμου.


Είναι πάντως βέβαιο ότι οι νέες τακτικές βασίζονταν περισσότερο στη δυνατότητα ταχείας και ορμητικής κρούσης παρά στην παρατεταμένη επιβίωση του οπλίτη στο πεδίο της μάχης – για να πετύχει η «ασύμμετρη» τακτική του Επαμεινώνδα, λίγη αξία έχει αν οι Θηβαίοι μπορούν να αντέξουν επί μακρόν την πίεση των Σπαρτιατών. Το ουσιαστικό ζητούμενο ήταν να μπορούν να επιτεθούν τόσο ορμητικά, ώστε να διαρρήξουν την αντίπαλη παράταξη οτο μικρότερο δυνατό χρόνο.


Οι πρωταγωνιστές


Δημοσθένης


6


Ο Δημοσθένης (384-322 π.Χ.) ήταν ίσως ο κορυφαίος Αθηναίος ρήτορας της ύστερης κλασικής εποχής. Η πολιτική του συμπεριφορά αλλά και οι πολιτικοί του λόγοι αποτελούν την επιτομή της προσπάθειας της Αθήνας να διατηρήσει την αίγλη και την υπερηφάνειά της κατά την αυγή των αυτοκρατοριών. Ήταν τέτοια η καλλιέργεια και η δύναμη του λόγου που μπορούσε να χρησιμοποιεί τα εκφραστικά μέσα και τα επιχειρήματά του πραγματικά κατά βούληση.


Ο Δημοσθένης καταγόταν από πλούσια οικογένεια των Αθηνών. Ο πατέρας του, ωστόσο, πέθανε όταν ο ίδιος ήταν επτά χρονών και οι κηδεμόνες του καταχράστηκαν την περιουσία του. Ήταν η επιθυμία του να διεκδικήσει πίσω αυτά που του ανήκαν που τον έσπρωξε στη ρητορική. Με μια σειρά από δικανικούς λόγους στράφηκε εναντίον των καταχραστών, αποκομίζοντας, εκτός από ένα μέρος της περιουσίας του, που του επιδικάστηκε, και μεγάλη φήμη για τη ρητορική του δεινότητα. ΄Ετσι άρχισε να εργάζεται ως λογογράφος για δικαστικές υποθέσεις, ειδικά αστικού δικαίου.


Περί το 355 άρχισε για πρώτη φορά να ασχολείται με δίκες που αφορούσαν γενικότερα κρατικές υποθέσεις. Η ενασχόλησή του με τα κοινά έγινε εντονότερη περί τα μέσα της δεκαετίας του 340, όταν άρχισε και ο ίδιος να εκφωνεί λόγους με πολιτικό περιεχόμενο προς την εκκλησία του δήμου. Στόχος του ήταν κυρίως ο Φίλιππος της Μακεδονίας, η επεκτατική του πολιτική και η διαμόρφωση της στάσης που έπρεπε να ακολουθήσει η Αθήνα. Από το βήμα του ρήτορα προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει τους Αθηναίους και να τους προτρέψει να βελτιώσουν την πολεμική τους προπαρασκευή και ετοιμότητα και μάλιστα να αναλάβουν ηγετική θέση σε συνασπισμούς και με άλλες ελληνικές πόλεις.


Οι κυριότεροι λόγοι του της περιόδου αυτής είναι οι τρεις Ολυνθιακοί, που χρονολογούνται στο 349 π.Χ. και αφορούν την ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης της Ολύνθου στις ακτές της Χαλκιδικής, και οι τέσσερις Φιλιππικοί, που εκφώνησε στη διάρκεια μιας δεκαετίας (351-341 π.Χ.), με τους οποίους προσπαθούσε να στρέψει τους Αθηναίους κατά του Μακεδόνα βασιλιά.


Με την οριστική επικράτηση των Μακεδόνων όμως, η φιλομακεδονική παράταξη μπόρεσε να περάσει στην αντεπίθεση και ο Δημοσθένης καταδικάστηκε σε θάνατο, έφυγε στην Καλαυρία και εκεί υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 321 π.Χ.


Χάρης


Ο Χάρης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και μακροβιότερους στρατηγούς των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο το 367 π.Χ. όταν προσέφερε υποστήριξη στον Φλειούντα, ο οποίος πολιορκούνταν από τις δυνάμεις των Αργείων και των Σικυωνίων. Στη συνέχεια έπεσε σε δυσμένεια, καθώς η ενίσχυσή τους προς τους ολιγαρχικούς της Κέρκυρας είχε σαν αποτέλεσμα η τελευταία να αποσχιστεί από τη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 357 π.Χ, ωστόσο επανεξελέγη στρατηγός και ηγήθηκε του αθηναϊκού αγήματος που εγκαταστάθηκε στη Χερσόνησο. Κατά το Συμμαχικό Πόλεμο ηγήθηκε της ανεπιτυχούς πολιορκίας της Χίου. Το 354 π.Χ. νίκησε στη Θράκη ένα τμήμα του μακεδονικού στρατού, ενώ την επόμενη χρονιά κατόρθωσε να ξανακερδίσει τη Σηστό. Επίσης το 349/8 π.Χ. ηγήθηκε της δύναμης που έστειλε –με καθυστέρηση- η Αθήνα για να ενισχύσει την πολιορκούμενη από το Φίλιππο Β’ Όλυνθο. Μεταξύ του 347 και του 338 π.Χ. ανέλαβε κατά καιρούς στρατηγίες σε αποστολές στο χώρο του βορείου Αιγαίου. Στη μάχη της Χαιρώνειας ήταν επικεφαλής τμήματος μισθοφόρου στο κεντρικό κέρας των συμμαχικών δυνάμεων. Μετά την προέλαση προς νότο του Μ.Αλεξάνδρου και την καταστροφή της Θήβας ο Χάρης διέφυγε στη Μικρά Ασία, τελικά όμως υποτάχθηκε στο Μακεδόνα ηγεμόνα περί το 332 π.Χ. Υπολογίζεται ότι πέθανε περί το 324 π.Χ.


Δημάδης


Ο ρήτορας Δημάδης ήταν υιός του Δημέα και καταγόταν από το δήμο Παιανίας. Γεννήθηκε περί το 380 π.Χ. Αρχικά ασχολήθηκε με τη ναυτιλία, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, αλλά σύντομα στράφηκε προς την πολιτική. Βρέθηκε ως οπλίτης στη μάχη της Χαιρώνειας και πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους 2.000 Αθηναίους. Λέγεται ότι, καθώς έβλεπε το Φίλιππο Β’ να χλευάζει τους αντιπάλους του και να αρνείται την ταφή των νεκρών Θηβαίων, ήταν αυτός που με φιλοσοφικό λόγο τον έπεισε να γίνει πιο διαλλακτικός.


Μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ο Δημάδης επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε ένας από τους ηγέτες της φιλομακεδονικής παράταξης. Από τη θέση αυτή μεσολάβησε προς τον Αλέξανδρο για επιεική μεταχείριση της Αθήνας μετά την καταστροφή της Θήβας το 335 π.Χ., εμπόδισε την Αθήνα να υποστηρίξει τον Άγι Γ’ και αντίθετα στήριξε την απόδοση θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο το 323 π.Χ.


Μετά το Λαμιακό πόλεμο (322 π.Χ.) συμφώνησε με τον Αντίπατρο τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Μεταξύ των όρων ήταν και η καταδίκη του Δημοσθένη, ο οποίος εξορίστηκε στην Καλαυρία και αυτοκτόνησε εκεί. Τρία χρόνια αργότερα όμως ο ίδιος και ο γιος του Δημάδης κατηγορήθηκαν για προδοτική συμπεριφορά και εκτελέστηκαν από τον Κάσσανδρο. Από το συγγραφικό του έργο δεν σώζεται σχεδόν τίποτε.


Φίλιππος Β΄


7


Ο Φίλιππος Β’ ήταν υιός του βασιλιά Αμύντα Γ’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Ευρυδίκης. Γεννήθηκε στην Πέλλα περί το 382 π.Χ και σε νεαρή ηλικία (368-365 π.Χ.) έζησε ως αιχμάλωτος στη Θήβα, όπου όμως είχε την ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τη στρατιωτική διάνοια του Επαμεινώνδα, από την οποία διδάχθηκε πολλά. Ανήλθε στο θρόνο της Μακεδονίας το 359 π.Χ., αρχικά ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου Αμύντα Δ΄, σύντομα όμως κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως νόμιμος βασιλιάς.


Αναδιοργάνωσε το μακεδονικό στρατό εισάγοντας τη φάλαγγα, η οποία διέφερε αρκετά από την οπλιτική φάλαγγα των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων-κρατών. Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι οι φαλαγγίτες ασκούνταν καθημερινά σχεδόν σε επαγγελματική βάση, ενώ ήταν οπλισμένη με ένα πολύ μακρύ δόρυ, τη σάρισα, με το οποίο μπορούσε να αντιμετωπισθεί και το ιππικό. Με ένα τέτοιο στράτευμα ο Φίλιππος ξεκίνησε μια σειρά εκστρατευτικών ενεργειών με στόχο αρχικά την κατάληψη της Θράκης, αργότερα όμως και των Ιλλυριών και των Δαρδάνων και, τέλος, την καθυπόταξη των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων.


Το 337 π.Χ. συγκάλεσε σύνοδο όλων των ελληνικών πόλεων στην Κόρινθο και ίδρυσε το «Κοινό των Ελλήνων», με σκοπό την διοργάνωση εκστρατείας εναντίον των Περσών. Ετέλεσε πολλούς γάμους, με γνώμονα κυρίως τη σύναψη δυναστικών δεσμών με βασιλικά φύλα άλλων περιοχών. Από το γάμο του με τη Μυρτάλη των Μολοσσών, την οποία μετονόμασε σε Ολυμπιάδα, απέκτησε το διάδοχό του Αλέξανδρο Γ’ και την Κλεοπάτρα. Πέθανε το 336 π.Χ. δολοφονημένος από ένα εκ των υπασπιστών του, τον Παυσανία.


Αλέξανδρος Γ΄


8


Ο Αλέξανδρος ήταν υιός του βασιλιά Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών. Γεννήθηκε το 356 π.Χ. Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από το δάσκαλό του, το φιλόσοφο Αριστοτέλη. Από τους μετέπειτα συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη βιογραφία του Αλέξανδρου παραδίδονται πολλές ανεκδοτολογικές ιστορίες που διαγράφουν το χαρακτήρα του διαδόχου, προοιωνίζοντας το μεγαλείο που θα ακολουθούσε. Η γνωστότερη ήταν αυτή που τον ήθελε να δαμάζει ένα άγριο άλογο, το Βουκεφάλα, χρησιμοποιώντας την παρατηρητικότητα αλλά και τη γενναιότητά του.


Το 338 π.Χ. ο Αλέξανδρος, δεκαοχτώ μόλις ετών, συμμετείχε για πρώτη φορά ενεργά σε εκστρατεία. Βρέθηκε επικεφαλής του μακεδονικού ιππικού στη μάχη της Χαιρώνειας. Σύμφωνα με το σχέδιο του Φιλίππου, μόλις δημιουργήθηκε ρήγμα στις γραμμές των αντιπάλων, ο Αλέξανδρος εφόρμησε και κατέκοψε το δεξί κέρας των συμμάχων, ιδιαίτερα τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων.


Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου ανέλαβε τα ηνία της Μακεδονίας. Με μια εκστρατεία – αστραπή στην Κεντρική Ελλάδα επανέφερε στο άρμα της Μακεδονίας κάποιες από τις πόλεις που είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται από το Κοινό των Ελλήνων. Ιδιαίτερα σκληρή υπήρξε η τιμωρία του απέναντι στη Θήβα, την οποία ισοπέδωσε. Στη συνέχεια στράφηκε προς την ανατολή, συνεχίζοντας τα σχέδια του πατέρα του.


Μια σειρά από νικηφόρες μάχες τον έκαναν κύριο της Μικράς Ασίας και στη συνέχεια της Περσικής αυτοκρατορίας. Προσπάθησε να εδραιώσει πολιτική πολιτισμικής όσμωσης μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών υπηκόων του, πράγμα που αρκετοί Μακεδόνες δεν μπορούσαν να δεχτούν. Πέθανε πολύ νέος στα 323 π.Χ. και το τεράστιο κράτος που είχε δημιουργήσει διαμελίστηκε μεταξύ των στρατηγών του, των λεγόμενων «διαδόχων» δημιουργώντας τα ελληνιστικά βασίλεια.






from hellasforce | Ανεξάρτητο Ειδησεογραφικό Δίκτυο http://ift.tt/1s4DDIb

via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου