Γιάννης Σιδηρόπουλος
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι ένα μαζικό κοινωνικό φαινόμενο όπως σε όλη την Ευρώπη και ασκεί την ίδια γοητεία και επιρροή στις μάζες. Για κάποιους είναι το ωραιότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή, διαπίστωση υπεραπλουστευμένη αν θέλεις να...
βλέπεις πίσω από τις κουρτίνες για μια δραστηριότητα άκρατα εμπορευματοποιημένη, που κατά καιρούς μεταχειρίστηκαν φασιστικά καθεστώτα, μια δραστηριότητα που έχει απομακρυνθεί αισθητά από τις βασικές αρχές του αθλητισμού, με την αγνή του έννοια. Αλλά και η «αγνή» έννοια του αθλητισμού για κάποιους είναι ηθικοπλαστικά διηγήματα και την χρησιμοποιούν μόνο όταν φωτογραφίζονται σε αεροδρόμια....
Στη σύγχρονη κοινωνία πολύ συχνά δέχεσαι σοκ όταν αντιλαμβάνεσαι ότι στη δημοκρατία οφείλεις να λειτουργείς μαζί με ανθρώπους που δεν έχεις τίποτε κοινό μαζί τους. Όπως π.χ. όταν πρέπει να συναντήσεις τους γονείς των συμμαθητών των παιδιών σου στο σχολείο και διαπιστώνεις ότι βρίσκεσαι σε πολύ διαφορετική διάσταση ή όταν διαπιστώνεις ότι η ψήφος σου έχει την ίδια βαρύτητα με την ψήφο πολλών για τους οποίους η κοινή λογική δεν είναι αυτονόητη κατάσταση. Είναι όμως πραγματικότητες που οφείλεις να αποδεχτείς και να συνυπάρξεις αναγκαστικά. Μια από τις πραγματικότητες στην οποία η συνύπαρξη με διαφορετικούς ανθρώπους είναι εθελούσια είναι το ποδόσφαιρο και είναι μια ενδιαφέρουσα κοινωνική διεργασία η κατάργηση κάθε ταξικής, μορφωτικής, κοινωνικής, φυλετικής ή άλλης διαφοράς μπροστά σε ένα θέαμα κοινό που παράγει τα ίδια συναισθήματα σε όλους. Αυτό είναι το μεγαλείο του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα –όπως σε κάθε έκφανση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής- δεν λειτουργούν κανονικά. Για την ακρίβεια, λειτουργούν ανάποδα.
Σοκαριστική οποιαδήποτε επαφή με τον υπόκοσμο του ποδοσφαίρου
Για οποιονδήποτε ανυποψίαστο φίλαθλο (παρεξηγημένη έννοια) που διαθέτει στοιχειώδη συγκρότηση, καλλιέργεια και αυτοτέλεια διανοητική (προσοχή αυτό δεν είναι δεδομένη κατάκτηση της κοινωνίας) η εμπλοκή με τα κάπως ενδότερα του αθλήματος, η επαφή με τον κόσμο του ποδοσφαίρου σε οποιοδήποτε επίπεδο, ακόμη και στα γήπεδα της τρίτης κατηγορίας του τοπικού πρωταθλήματος είναι συχνά σοκαριστική. Είναι όμως η ίδια η κοινωνία μας, αυτό που αντικρίζει κανείς στο ποδόσφαιρο, είναι εκεί όλοι χαρακτήρες του νεοέλληνα. Σε όλα τα υπόλοιπα αθλήματα η πρόοδος της κοινωνίας αντικατοπτρίζεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια, στο ποδόσφαιρο τα πράγματα μοιάζουν να κινούνται απελπιστικά αργά με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Επειδή όμως η βιτρίνα είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αντιλαμβάνεσαι εύκολα ότι όλο αυτό το οικοδόμημα τέμνεται κάθετα από την κορυφή μέχρι τη βάση από τη φαυλότητα και τον γκανγκστερισμό. Η βία με το ποδόσφαιρο αλληλοτροφοδοτούνται. Δεν είναι έκπληξη τα πρόσφατα περιστατικά γιατί το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι μπράβοι, στημένα, αλητεία, απειλές, διαφθορά, αστείοι τύποι που θησαυρίζουν. Γενικότερα το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι μια κατάσταση υποκοσμιακή. Όλη αυτή η δυσωδία που αναδύεται έχει στείλει στο σπίτι τη μεγάλη πλειοψηφία των φιλάθλων και έχει αφήσει στις κερκίδες τους αμετανόητους - που υπομένουν το μαρτύριο για χάρη της αγάπης τους- τους οπαδούς και τους χουλιγκάνους. Η πολιτεία δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αφού τα δύο παλιά κόμματα «έπαιξαν» με αυτό τον υπόκοσμο και συχνά προσπάθησαν να ελέγξουν το ποδόσφαιρο αφού υπήρξε προνομιακός χώρος παραγοντισμού και πελατειακών σχέσεων και πάντα είχαν συναλλαγές αφού αποτελεί δεξαμενή άντλησης ψήφων, από τις πλέον ασφαλείς, πεδίο έκφρασης του λαϊκισμού. (Δεν τα κατάφεραν ποτέ στο βαθμό που το πέτυχαν με όλα τα υπόλοιπα αθλήματα, τα οποία απέκτησαν ισόβιους ηγέτες από τη δεκαετία του ΄80 αλλά τουλάχιστον εξελίχθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό) Η πολιτική πάντως διεπλάκη με το βρώμικο και αποκρουστικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο που διεπλάκη με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Βασίζεται στο ίδιο τρίγωνο διαπλοκής , που φωτογραφίζει εδώ και χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ .
Ποιοι συνθέτουν το ελληνικό ποδόσφαιρο
Δίχως αμφιβολία, το ποδόσφαιρο είναι οι Μπέοι και οι Ψωμιάδηδες (και αυτός υπό συνθήκες θα μπορούσε να είναι Δήμαρχος, δεν υπάρχει δα και μεγάλη απόσταση), οι Γγκαγκάτσηδες και οι Μητρόπουλοι, είναι τα στημένα παιχνίδια, είναι τα παράνομα στοιχήματα, είναι τα μπραβιλίκια, είναι οι ιδιωτικοί στρατοί που τραμπουκίζουν απέναντι σε πολιτικούς-επιχειρηματίες-δημοσιογράφους και όποιον αντιστέκεται, είναι οι μισθωτοί επαγγελματίες χουλιγκάνοι, είναι οι δημοσιογράφοι που καλλιεργούν τον οπαδισμό –συχνά και από κρατικές συχνότητες- είναι και οι πολιτικοί του παλαιοκομματισμού όμως που όλα αυτά τα χρόνια συνεργούσαν σε αυτή την κατάσταση είτε με τη σιωπή, είτε με την ενεργή συνενοχή τους.
Το πρόσφατο περιστατικό βίας μεταξύ ιδιοκτητών δεν προσθέτει τίποτε καινούριο σε όσα ξέρουμε για το ποδόσφαιρο. Είναι πολυτέλεια να προσπαθείς να εξαιρέσεις τον εαυτό σου ή κάποιον άλλο από αυτή τη βρώμα. Και καλές προθέσεις να έχουν κάποιοι –πράγμα δύσκολο- πατάνε στον ίδιο βούρκο. Ίσως ορισμένοι τα τελευταία χρόνια να προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν αλλά είναι πολύ δύσκολο να κλείνεις τα μάτια σε όσα συμβαίνουν σε αυτή την κατάσταση.
Το λάθος παράδειγμα της Θάτσερ
Η διακοπή των πρωταθλημάτων ακούγεται εύκολη απόφαση αλλά λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι Έλληνες πολίτες και ψηφοφόροι δεν διαθέτουν την κατάκτηση της κοινής λογικής και της πολιτικής σκέψης, δεν είναι δεδομένο ότι θα εκτιμηθεί από τον κλασικό «νεοέλληνα».
Η δε επίκληση της Θάτσερ από κάποιους είναι ατυχής και απολίτικη: Η βία δεν έφυγε ποτέ από το αγγλικό ποδόσφαιρο, απλώς έφυγε από τα γήπεδα των μεγάλων κατηγοριών και μεταφέρθηκε σε σταθμούς τραίνων και παμπ, σε αλάνες και σε χαμηλότερες κατηγορίες, νομιμοποιήθηκε ηθικά πηγαίνοντας στο περιθώριο και γέννησε και άλλες κατάρες για την αγγλική κοινωνία. Η Θάτσερ «εβγαλε» τους χουλιγκάνους από τα γήπεδα των επιχειρηματιών και προστάτεψε τις «επενδύσεις» τους, ως γνήσια νεοφιλελεύθερη. Στη δική μας περίπτωση όμως, οι δικοί μας επιχειρηματίες δεν είναι καν νεοφιλελεύθεροι γιατί δεν είναι «κανονικοί». Οι δικοί μας ιδιοκτήτες έχουν επενδύσει στους χουλιγκάνους και τη βία και όχι στο «προϊόν» τους....
* Ο Γιάννης Σιδηρόπουλος είναι δημοσιογράφος του xanthipress.gr
βλέπεις πίσω από τις κουρτίνες για μια δραστηριότητα άκρατα εμπορευματοποιημένη, που κατά καιρούς μεταχειρίστηκαν φασιστικά καθεστώτα, μια δραστηριότητα που έχει απομακρυνθεί αισθητά από τις βασικές αρχές του αθλητισμού, με την αγνή του έννοια. Αλλά και η «αγνή» έννοια του αθλητισμού για κάποιους είναι ηθικοπλαστικά διηγήματα και την χρησιμοποιούν μόνο όταν φωτογραφίζονται σε αεροδρόμια....
Στη σύγχρονη κοινωνία πολύ συχνά δέχεσαι σοκ όταν αντιλαμβάνεσαι ότι στη δημοκρατία οφείλεις να λειτουργείς μαζί με ανθρώπους που δεν έχεις τίποτε κοινό μαζί τους. Όπως π.χ. όταν πρέπει να συναντήσεις τους γονείς των συμμαθητών των παιδιών σου στο σχολείο και διαπιστώνεις ότι βρίσκεσαι σε πολύ διαφορετική διάσταση ή όταν διαπιστώνεις ότι η ψήφος σου έχει την ίδια βαρύτητα με την ψήφο πολλών για τους οποίους η κοινή λογική δεν είναι αυτονόητη κατάσταση. Είναι όμως πραγματικότητες που οφείλεις να αποδεχτείς και να συνυπάρξεις αναγκαστικά. Μια από τις πραγματικότητες στην οποία η συνύπαρξη με διαφορετικούς ανθρώπους είναι εθελούσια είναι το ποδόσφαιρο και είναι μια ενδιαφέρουσα κοινωνική διεργασία η κατάργηση κάθε ταξικής, μορφωτικής, κοινωνικής, φυλετικής ή άλλης διαφοράς μπροστά σε ένα θέαμα κοινό που παράγει τα ίδια συναισθήματα σε όλους. Αυτό είναι το μεγαλείο του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα –όπως σε κάθε έκφανση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής- δεν λειτουργούν κανονικά. Για την ακρίβεια, λειτουργούν ανάποδα.
Σοκαριστική οποιαδήποτε επαφή με τον υπόκοσμο του ποδοσφαίρου
Για οποιονδήποτε ανυποψίαστο φίλαθλο (παρεξηγημένη έννοια) που διαθέτει στοιχειώδη συγκρότηση, καλλιέργεια και αυτοτέλεια διανοητική (προσοχή αυτό δεν είναι δεδομένη κατάκτηση της κοινωνίας) η εμπλοκή με τα κάπως ενδότερα του αθλήματος, η επαφή με τον κόσμο του ποδοσφαίρου σε οποιοδήποτε επίπεδο, ακόμη και στα γήπεδα της τρίτης κατηγορίας του τοπικού πρωταθλήματος είναι συχνά σοκαριστική. Είναι όμως η ίδια η κοινωνία μας, αυτό που αντικρίζει κανείς στο ποδόσφαιρο, είναι εκεί όλοι χαρακτήρες του νεοέλληνα. Σε όλα τα υπόλοιπα αθλήματα η πρόοδος της κοινωνίας αντικατοπτρίζεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια, στο ποδόσφαιρο τα πράγματα μοιάζουν να κινούνται απελπιστικά αργά με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Επειδή όμως η βιτρίνα είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αντιλαμβάνεσαι εύκολα ότι όλο αυτό το οικοδόμημα τέμνεται κάθετα από την κορυφή μέχρι τη βάση από τη φαυλότητα και τον γκανγκστερισμό. Η βία με το ποδόσφαιρο αλληλοτροφοδοτούνται. Δεν είναι έκπληξη τα πρόσφατα περιστατικά γιατί το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι μπράβοι, στημένα, αλητεία, απειλές, διαφθορά, αστείοι τύποι που θησαυρίζουν. Γενικότερα το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι μια κατάσταση υποκοσμιακή. Όλη αυτή η δυσωδία που αναδύεται έχει στείλει στο σπίτι τη μεγάλη πλειοψηφία των φιλάθλων και έχει αφήσει στις κερκίδες τους αμετανόητους - που υπομένουν το μαρτύριο για χάρη της αγάπης τους- τους οπαδούς και τους χουλιγκάνους. Η πολιτεία δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αφού τα δύο παλιά κόμματα «έπαιξαν» με αυτό τον υπόκοσμο και συχνά προσπάθησαν να ελέγξουν το ποδόσφαιρο αφού υπήρξε προνομιακός χώρος παραγοντισμού και πελατειακών σχέσεων και πάντα είχαν συναλλαγές αφού αποτελεί δεξαμενή άντλησης ψήφων, από τις πλέον ασφαλείς, πεδίο έκφρασης του λαϊκισμού. (Δεν τα κατάφεραν ποτέ στο βαθμό που το πέτυχαν με όλα τα υπόλοιπα αθλήματα, τα οποία απέκτησαν ισόβιους ηγέτες από τη δεκαετία του ΄80 αλλά τουλάχιστον εξελίχθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό) Η πολιτική πάντως διεπλάκη με το βρώμικο και αποκρουστικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο που διεπλάκη με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Βασίζεται στο ίδιο τρίγωνο διαπλοκής , που φωτογραφίζει εδώ και χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ .
Ποιοι συνθέτουν το ελληνικό ποδόσφαιρο
Δίχως αμφιβολία, το ποδόσφαιρο είναι οι Μπέοι και οι Ψωμιάδηδες (και αυτός υπό συνθήκες θα μπορούσε να είναι Δήμαρχος, δεν υπάρχει δα και μεγάλη απόσταση), οι Γγκαγκάτσηδες και οι Μητρόπουλοι, είναι τα στημένα παιχνίδια, είναι τα παράνομα στοιχήματα, είναι τα μπραβιλίκια, είναι οι ιδιωτικοί στρατοί που τραμπουκίζουν απέναντι σε πολιτικούς-επιχειρηματίες-δημοσιογράφους και όποιον αντιστέκεται, είναι οι μισθωτοί επαγγελματίες χουλιγκάνοι, είναι οι δημοσιογράφοι που καλλιεργούν τον οπαδισμό –συχνά και από κρατικές συχνότητες- είναι και οι πολιτικοί του παλαιοκομματισμού όμως που όλα αυτά τα χρόνια συνεργούσαν σε αυτή την κατάσταση είτε με τη σιωπή, είτε με την ενεργή συνενοχή τους.
Το πρόσφατο περιστατικό βίας μεταξύ ιδιοκτητών δεν προσθέτει τίποτε καινούριο σε όσα ξέρουμε για το ποδόσφαιρο. Είναι πολυτέλεια να προσπαθείς να εξαιρέσεις τον εαυτό σου ή κάποιον άλλο από αυτή τη βρώμα. Και καλές προθέσεις να έχουν κάποιοι –πράγμα δύσκολο- πατάνε στον ίδιο βούρκο. Ίσως ορισμένοι τα τελευταία χρόνια να προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν αλλά είναι πολύ δύσκολο να κλείνεις τα μάτια σε όσα συμβαίνουν σε αυτή την κατάσταση.
Το λάθος παράδειγμα της Θάτσερ
Η διακοπή των πρωταθλημάτων ακούγεται εύκολη απόφαση αλλά λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι Έλληνες πολίτες και ψηφοφόροι δεν διαθέτουν την κατάκτηση της κοινής λογικής και της πολιτικής σκέψης, δεν είναι δεδομένο ότι θα εκτιμηθεί από τον κλασικό «νεοέλληνα».
Η δε επίκληση της Θάτσερ από κάποιους είναι ατυχής και απολίτικη: Η βία δεν έφυγε ποτέ από το αγγλικό ποδόσφαιρο, απλώς έφυγε από τα γήπεδα των μεγάλων κατηγοριών και μεταφέρθηκε σε σταθμούς τραίνων και παμπ, σε αλάνες και σε χαμηλότερες κατηγορίες, νομιμοποιήθηκε ηθικά πηγαίνοντας στο περιθώριο και γέννησε και άλλες κατάρες για την αγγλική κοινωνία. Η Θάτσερ «εβγαλε» τους χουλιγκάνους από τα γήπεδα των επιχειρηματιών και προστάτεψε τις «επενδύσεις» τους, ως γνήσια νεοφιλελεύθερη. Στη δική μας περίπτωση όμως, οι δικοί μας επιχειρηματίες δεν είναι καν νεοφιλελεύθεροι γιατί δεν είναι «κανονικοί». Οι δικοί μας ιδιοκτήτες έχουν επενδύσει στους χουλιγκάνους και τη βία και όχι στο «προϊόν» τους....
* Ο Γιάννης Σιδηρόπουλος είναι δημοσιογράφος του xanthipress.gr
from kapistri.blogspot.com http://ift.tt/1EuAbwV
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου