ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1948… ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΓΚΑΝΤΙ
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Η μετάβαση στο Λονδίνο
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Επιστροφή στην Ινδία
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ” ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Κατά του απαρτχάιντ
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Αργότερα η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
Πορεία προς την ινδική ανεξαρτησία
Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.
Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Εν συνεχεία ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολία.
Το τέλος
Στις 30 Ιανουαρίου του 1948, δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί ο Μαχάτμα Γκάντι. Ένα χρόνο πριν, οι Βρετανοί είχαν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ινδίας, ωστόσο η χώρα παρέμενε χωρισμένη στην Ινδική ένωση, που αποτελούνταν από Ινδουιστές και στο μουσουλμανικό Πακιστάν. Ο θρησκευτικός φανατισμός ήταν πολύ έντονος και η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, πολύ ρευστή.
Την ημέρα της δολοφονίας του, ο Γκάντι περπατούσε στον δρόμο μαζί με δύο ανιψιές του, με προορισμό έναν τόπο προσευχής. Τότε, τον πλησίασε ο Ναθουράμ Γκόντσε, ένας φανατικός ομόθρησκός του και τον πυροβόλησε εξ επαφής, τρεις φορές στο στήθος, με ένα όπλο «Μπερέτα» 9 χιλιοστών. Ο Ινδός ηγέτης πέθανε αμέσως. Ο Γκόντσε σκότωσε τον Γκάντι, γιατί θεωρούσε, ότι η πολιτική του απέναντι στους Μουσουλμάνους ήταν πολύ ήπια και ευνοούσε το Πακιστάν….
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ενημέρωσε το έθνος της Ινδίας για τον θάνατο του Γκάντι, μέσω ραδιοφώνου. «Φίλοι και σύντροφοι, το φως έφυγε από τη ζωή μας και υπάρχει σκοτάδι παντού. Δεν ξέρω τι να σας πω, ή πώς να σας το πω. Ο αγαπημένος μας ηγέτης, ο Μπαπού, όπως τον αποκαλούσαμε, ο πατέρας του Έθνους μας, δεν υπάρχει πια. Ίσως να κάνω λάθος που θα το πω αυτό. Πάντως, δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ, όπως τον βλέπαμε τόσα χρόνια, δε θα τρέξουμε σε αυτόν για συμβουλές ή για να βρούμε λύσεις. Αυτό είναι ένα τεράστιο χτύπημα, όχι μόνο για μένα, αλλά και εκατομμύρια και εκατομμύρια σε αυτή τη χώρα»….
Η είδηση του θανάτου διαδόθηκε αστραπιαία. Ο θρήνος ήταν παγκόσμιος. Την ημέρα της αποχαιρετιστήριας τελετής στην Ινδία, πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι πήραν μέρος σε πορεία πολλών χιλιομέτρων, που διήρκησε πέντε ώρες. Το πλήθος ξεκίνησε από το σημείο που δολοφονήθηκε ο Ινδός ηγέτης, με κατεύθυνση το Ραζ Γκατ, το σημείο που βρίσκεται μέχρι σήμερα το μνημείο του. Εκεί βρίσκεται μια επιγραφή που γράφει «He Ram», η οποία πιθανώς να μεταφράζεται «Ω Θεέ». Αυτά λέγεται πως είναι και τα τελευταία λόγια του Γκάντι….
Κατά τη διάρκεια της τελετής, τη σορό του Γκάντι μετέφερε ένα ειδικά διαμορφωμένο στρατιωτικό όχημα, στο οποίο τοποθετήθηκε μια πλατφόρμα, ώστε ο κόσμος να μπορεί να βλέπει το άψυχο σώμα του. Ο κινητήρας του οχήματος δε χρησιμοποιήθηκε, αλλά το όχημα κινούνταν με σκοινιά, που τραβούσαν πενήντα άνθρωποι….
Η καταδίκη του δολοφόνου
Η δίκη του δολοφόνου του Γκάντι κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Στις 8 Νοεμβρίου του 1948, ο Γκόντσε καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέστηκε μια εβδομάδα αργότερα. Στο διάστημα αυτό, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, και οι δύο γιοι του Γκάντι, επεδίωξαν να δοθεί χάρη στον δολοφόνο….
Θεωρούσαν πως η εκτέλεση της θανατικής ποινής, θα ήταν προσβολή στη μνήμη του ανθρώπου που πάλεψε όσο κανείς άλλος, εναντίον κάθε μορφής βίας….
mixanitouxronou, wikipedia
The post Χτύπημα κατά της ανθρωπότητας η δολοφονία του Μαχάτμα Γκάντι appeared first on hellasforce.
from hellasforcehellasforce » | Ανεξάρτητο Ειδησεογραφικό Δίκτυο http://ift.tt/1ycIirK
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου