Την αδυναμία του να αυτονομηθεί από το διεθνές κλίμα δείχνει όλο και συχνότερα το Ελληνικό Χρηματιστήριο, αποδεικνύοντας πόσο ευάλωτο παραμένει στα εξωτερικά σοκ.
Παρά τα καλά νέα (πλην ήδη αποτιμημένα) από το μέτωπο των stress tests των ελληνικών τραπεζών, οι ανησυχίες και οι αβεβαιότητες γύρω από τον τραπεζικό κλάδο διατηρούνται, κυρίως λόγω της διαπίστωσης ότι οι short sellers δεν κλείνουν τις θέσεις τους.
Παρά τα καλά νέα (πλην ήδη αποτιμημένα) από το μέτωπο των stress tests των ελληνικών τραπεζών, οι ανησυχίες και οι αβεβαιότητες γύρω από τον τραπεζικό κλάδο διατηρούνται, κυρίως λόγω της διαπίστωσης ότι οι short sellers δεν κλείνουν τις θέσεις τους.
Ο Μάιος, ο οποίος αποτελεί έναν μήνα "ορόσημο" για τις διεθνείς αγορές, παίρνει τη σκυτάλη από έναν Απρίλιο όπου η μεταβλητότητα βρέθηκε και πάλι στα ύψη, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους νέα "ναρκοπέδια" για τα χρηματιστήρια. Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλες τις αναλύσεις των ξένων οίκων το τελευταίο διάστημα είναι πως, αν και οι ελληνικές τράπεζες θα περάσουν επιτυχώς τα stress tests, δεδομένης και της ενισχυμένης κεφαλαιακής θέσης τους, ωστόσο η δύσκολη πρόκληση της μείωσης των "κόκκινων" δανείων το 2018-2019, όπως και οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι, "αναγκαστικά" οδηγούν στην τήρηση μιας επιφυλακτικής στάσης για τον κλάδο.
Επιφυλάξεις
Αυτό, σε συνδυασμό με τα ακόμη ανοιχτά θέματα που αφορούν την επόμενη μέρα της Ελλάδας μετά το πρόγραμμα, καθώς και το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, συντηρούν ένα σκηνικό τήρησης "προσοχής" απέναντι στο Χ.Α., παρά τα όποια ριμπάουντ εμφανίζονται, όπως αυτό που ακολούθησε το τετραήμερο της πτώσης την περασμένη εβδομάδα. Καθώς δεν διαμορφώνεται ένα εύφορο έδαφος για ανάταση της επενδυτικής ψυχολογίας, οι αγοραστές λαμβάνουν "σήμα" να τηρήσουν στάση αναμονής.
Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, είναι "φρέσκες" ειδήσεις, οι οποίες θα αυξήσουν το αγοραστικό ενδιαφέρον και θα "ξεκολλήσουν" τον τζίρο από τα υποτονικά επίπεδα της περιοχής των 40-50 εκατ. ευρώ, αρκεί βέβαια να υπάρξει στήριξη από το διεθνές κλίμα, αφού το Χρηματιστήριο δεν εμφανίζει ακόμη "στοιχεία" που θα του επιτρέψουν να αντισταθεί στις διεθνείς πιέσεις και να χαράξει τη δική του πορεία όταν τα ξένα χαρτοφυλάκια γυρίζουν σε risk-off τη στρατηγική τους.
Οποιοδήποτε αρνητικό έναυσμα από το εξωτερικό οδηγεί σε υποχώρηση των αγοραστών από το Χ.Α., και η τελευταία εβδομάδα έδωσε αρκετούς λόγους για κάτι τέτοιο. Πρώτον, αρκετά μεγάλο κομμάτι τις αγοράς "είχε" τρέξει το τελευταίο διάστημα, με το πρώτο 20ήμερο του Απριλίου να οδηγεί τον Γενικό Δείκτη σε υψηλό δύο μηνών και τον τραπεζικό κλάδο σε κέρδη 20%. Αυτό οδήγησε σε κινήσεις κατοχύρωσης κερδών. Επίσης, από την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ δεν προέκυψε κανένας νέος καταλύτης για την αγορά, με το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέος να παραμένει ακόμη θολό. Τέλος, σημειώθηκε έντονη νευρικότητα στις διεθνείς αγορές ομολόγων, η οποία χτύπησε και τις αγορές μετοχών.
Επιμένουν
Επιπλέον, το γεγονός ότι τα ξένα funds δεν προχωρούν σε κλείσιμο των short θέσεών τους αυξάνει ακόμα περισσότερο την επιφυλακτικότητα στο Χ.Α. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τρία βρετανικά funds, Marshall Wace, Oceanwood Capital Managment και Lansdowne Partners, παρά το ράλι των ελληνικών τραπεζών νωρίτερα αυτόν τον μήνα, αν και μείωσαν ελαφρώς τις short θέσεις τους, συνεχίζουν να δίνουν δυναμικό "παρών" στο Χ.Α., με συνολικές καθαρές αρνητικές θέσεις που ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ. Αναλυτές σημειώνουν πως μόνο εάν υπάρξει κάποιο σοβαρό "short squeeze" θα δοθεί το σήμα στο Χρηματιστήριο για μια "πειστική" ανοδική κίνηση.
Όπως αναφέρει ο κ. Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, ο τραπεζικός κλάδος έκανε τη διαφορά, μιας και ήταν ο μόνος που ουσιαστικά κατάφερε να πάρει πίσω σχεδόν όλες τις απώλειες από τα υψηλά έτους. Επίσης, από την άλλη, είναι και ο μόνος κλάδος που δεν έχει καταφέρει να κατοχυρώσει τα υψηλά του 2016, μιας και ουσιαστικά τα τελευταία δύο χρόνια μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση κινείται ανάμεσα στις 600 και τις 1.100 μονάδες. Είναι, λοιπόν, ο κλάδος-"κλειδί", μιας και, σε περίπτωση που καταφέρει να αλλάξει επίπεδα, θα δώσει μεγάλη ρευστότητα αλλά και τάση συνολικά στην αγορά.
"Κόντρα" τα ελληνικά ομόλογα
Αντίθετα με το Χ.Α., τα ελληνικά ομόλογα καταφέρνουν και αυτονομούνται, όχι μόνο από τη διεθνή τάση, αλλά και από το αρνητικό κλίμα στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κινήθηκε την περασμένη εβδομάδα κάτω από το 4% και στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Φεβρουαρίου, όπου το διεθνές "sell-off" χτύπησε και την εγχώρια αγορά.
Η απόδοση στο 5ετές ομόλογο κινήθηκε στο 3,05%, επίσης στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του Φεβρουαρίου, ωστόσο το 7ετές ομόλογο, αν και έχει βελτιωθεί σταδιακά με την απόδοσή του να κινείται την περασμένη εβδομάδα στο 3,6274%, ωστόσο απέχει ακόμη από την απόδοση που είχε την ημέρα της έκδοσής του στις αρχές Φεβρουαρίου, δηλαδή το 3,50%.
Η "αντίσταση" που παρουσιάζουν οι ελληνικοί τίτλοι τις τελευταίες ημέρες σε αρκετά "επεισόδια" πιέσεων των διεθνών αγορών διευκολύνει τον δρόμο της νέας εξόδου της Ελλάδας στις αγορές το επόμενο διάστημα και μετά τα stress tests των τραπεζών, όπου πιθανόν θα δοθεί ένας καταλύτης για μεγαλύτερη βελτίωση του κλίματος γύρω από την Ελλάδα. Το σημαντικό είναι πως ο τζίρος στην ΗΔΑΤ επέστρεψε σε αρκετά υψηλά επίπεδα και κινήθηκε στα 30 με 50 εκατ. ευρώ ημερησίως την περασμένη εβδομάδα, με τις εντολές αγοράς να έχουν το πάνω χέρι, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον.
"Στόχος", φυσικά, είναι η διατήρηση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου κάτω από το 4%, κάτι στο οποίο σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι διαθέσεις των δανειστών σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αφού η βιωσιμότητά του αποτελεί και το απόλυτο σήμα για τους επενδυτές.
Οι κίνδυνοι του επόμενου μήνα
Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, την ερχόμενη εβδομάδα μπαίνουμε σε έναν μήνα που "παραδοσιακά" θεωρείται μήνας ρευστοποιήσεων διεθνώς, αν και πολλές φορές οι αγορές έχουν "νικήσει" την παράδοση. Το γνωστό ρητό της Wall Street "Sell in May and go away" (πούλα τον Μάιο και φύγε από την αγορά) πάντα επηρεάζει τη στρατηγική των funds για τον πέμπτο μήνα του έτους, και φέτος ο Μάιος συμπίπτει με την ύπαρξη σημαντικών ανησυχιών στις αγορές.
Από τη μια μεριά, οι γεωπολιτικές ανησυχίες καλά κρατούν, με τον φόβο ενός εμπορικού πολέμου να παραμένει υπαρκτός και να "στοιχειώνει" τους επενδυτές. Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Bank of America - Merrill Lynch στο περιβάλλον 216 funds, η συντριπτική πλειονότητα των επενδυτών θεωρούν πλέον την απειλή ενός εμπορικού πολέμου ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις αγορές και ακολουθούν οι ανησυχίες για την πολιτική των κεντρικών τραπεζών και την άνοδο του πληθωρισμού. Με αυτά τα δεδομένα, έχουν ήδη μειώσει τις θέσεις τους στις μετοχές, οι οποίες διαμορφώνονται πλέον σε χαμηλό 18 μηνών, ενώ το 40% των επενδυτών αναμένει ότι η κορυφή των αγορών είναι πολύ κοντά, στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Σε αυτό ήρθε την περασμένη εβδομάδα να προστεθεί η εκτόξευση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου πάνω από το 3% για πρώτη φορά από το 2014, η οποία προκάλεσε κύμα αναταραχών στα διεθνή χρηματιστήρια και στις αγορές ομολόγων, καθώς ενισχύει πλέον τις πιθανότητες η Fed να ακολουθήσει μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική, αυξάνοντας περισσότερες φορές από ό,τι αναμενόταν τα επιτόκια.
Η εκτόξευση των αποδόσεων των ομολόγων των ΗΠΑ, που έφερε, σύμφωνα με τους αναλυτές, τους αμερικανικούς τίτλους σε κρίσιμα επίπεδα, αλλάζει την επενδυτική στρατηγική, καθώς θα μπορούσε να αναγκάσει τους διαχειριστές χαρτοφυλακίων να τοποθετηθούν σε ασφαλέστερους τίτλους σταθερής απόδοσης και μακριά από τα assets υψηλότερου ρίσκου, όπως είναι οι μετοχές και οι αναδυόμενες αγορές. "Είναι ένα σημαντικό επίπεδο για την παγκόσμια αγορά, είναι ένα μεγάλο ψυχολογικό επίπεδο", σημειώνει ο Justin Lederer, στρατηγικός αναλυτής της Cantor Fitzgerald, στη Νέα Υόρκη. "Επιπλέον, αποτελεί απειλή για όλα τα risk assets πέρα από τα σύνορα της Wall Street", προσθέτει.
Όπως εκτιμά, άλλωστε, και η Societe Generale, το καλοκαίρι αναμένεται να είναι "καυτό" για τις αγορές, και κυρίως για τις αμερικανικές μετοχές και το πετρέλαιο, καθώς οι πολύ ευάλωτες πλέον θέσεις των επενδυτών και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αποτελούν σημαντικές απειλές. Οι κίνδυνοι για τις αγορές και την οικονομία είναι πολλοί και η μεταβλητότητα μπορεί να εκτοξευθεί λόγω ενός sell-off στα risk assets, επισημαίνει. Αυτοί οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν την οικονομική επιβράδυνση λόγω ενός εμπορικού πολέμου, ο οποίος θα μπορούσε να περιορίσει τη ζήτηση πετρελαίου.
Η "ώρα" των stress tests
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι ελληνικές τράπεζες θα ξεπεράσουν το εμπόδιο των stress tests, τα οποία ανακοινώνονται στα τέλη της ερχόμενης εβδομάδας, χωρίς προβλήματα. H Citigroup σημειώνει πως έχει μια εποικοδομητική άποψη σχετικά με το αποτέλεσμα της άσκησης, δεδομένης της ενισχυμένης κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών, της βελτιωμένης κάλυψης των προβλέψεων μετά το IFSR 9 και των πιο ήπιων μακροοικονομικών παραδοχών σε σύγκριση με τα stress tests του 2015.
Γενικότερα, και από τα μέσα του Απριλίου, οπότε ξεκίνησαν οι πρώτες αναφορές περί επιτυχών αποτελεσμάτων, το στοίχημα των stress tests θεωρείται "σίγουρο", κάτι που αποτίμησε το Χ.Α. και με το παραπάνω. Αυτό οδήγησε σε αύξηση των τιμών-στόχων των μετοχών των περισσότερων ελληνικών τραπεζών, με τη Citigroup την περασμένη εβδομάδα να ακολουθεί τις Wood και BofA που προηγήθηκαν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Citi, η οποία έκανε τα δικά της stress tests στις ελληνικές τράπεζες, τα κεφαλαιακά "μαξιλάρια" για τον κλάδο διαμορφώνονται στα 3,2 με 3,4 δισ. ευρώ ή στο 7,4% με 7,9%. Πιο αναλυτικά, εκτιμά ότι η Τράπεζα Πειραιώς έχει cash buffers της τάξεως του 4,9% με 5,4% ή 2,4 - 2,7 δισ. ευρώ, η Eurobank 6,8% - 7,3% ή 2,5 - 2,7 δισ. ευρώ, η Εθνική Τράπεζα 7,9% - 8,4% ή 3 - 3,1 δισ. ευρώ και η Alpha Bank 10,2% - 10,7% ή 5 - 5,2 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο "αγκάθι" των ελληνικών τραπεζών και το οποίο την αναγκάζει να είναι επιφυλακτική απέναντι στον κλάδο και να τηρεί ουδέτερη στάση είναι το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Όπως επισημαίνει, στο μέτωπο της μείωσης των NPEs υπάρχει πρόοδος, ωστόσο οι στόχοι ενέχουν μεγάλες προκλήσεις. Πέρυσι οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες πέτυχαν μείωση κατά 8,6 δισ. ευρώ των NPEs, υπεραποδίδοντας των στόχων κατά 0,1 - 0,8 δισ. ευρώ. Το 2018-2019, ωστόσο, οι διοικήσεις των τραπεζών πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για να πετύχουν μείωση κατά 12,9 δισ. ευρώ και 16,4 δισ. ευρώ, αντίστοιχα.
Αυτό, όπως σημειώνει η τράπεζα, την οδηγεί στο να αναμένει χαμηλή κερδοφορία για τον κλάδο και, έτσι, μειώνει τις εκτιμήσεις της κατά 47% φέτος και κατά 29% το επόμενο έτος, ενώ, σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων που αναμένεται τα προσεχή χρόνια, αυτό "δικαιολογεί" το discount των ελληνικών τραπεζικών μετοχών σε σχέση με τις τράπεζες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Πηγή:capital.gr
Πηγή:capital.gr
from kapistri.blogspot.com https://ift.tt/2vVyYTL
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου